- χορτοκαλύβα
- ηκαλύβα κατασκευασμένη από ξερό χορτάρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χορτοκαλύβα — η, Ν καλύβα κατασκευασμένη από ξερά χόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτο + καλύβα. Η λ., στον λόγιο τ. χορτοκαλύβη, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… … Dictionary of Greek